ἐπιτήθη: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
(6_10)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτήθη''': ἡ, ἡ [[μήτηρ]] τῆς μάμμης, Λατ. abavia, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παμφίλῃ» 3, [[Πολυδ]]. Γʹ, 18· πρβλ. [[ἐπίπαππος]].
|lstext='''ἐπιτήθη''': ἡ, ἡ [[μήτηρ]] τῆς μάμμης, Λατ. abavia, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παμφίλῃ» 3, [[Πολυδ]]. Γʹ, 18· πρβλ. [[ἐπίπαππος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτήθη]] και ἐπιτηθή, ἡ (AM)<br />η [[μητέρα]] της γιαγιάς<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μητέρα]] της προγιαγιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τήθη]] «[[γιαγιά]]»].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτήθη Medium diacritics: ἐπιτήθη Low diacritics: επιτήθη Capitals: ΕΠΙΤΗΘΗ
Transliteration A: epitḗthē Transliteration B: epitēthē Transliteration C: epitithi Beta Code: e)pith/qh

English (LSJ)

or ἐπιτηθή, ἡ,

   A great-grandmother, Theopomp.Com.42.    2 great-great-grandmother, Poll.3.18.

German (Pape)

[Seite 992] ἡ, die Urgroßmutter, B. A. 254, 10; Theopomp. com. bei E. M. 366, 11, wo es ἐπιτηθή accentuirt ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτήθη: ἡ, ἡ μήτηρ τῆς μάμμης, Λατ. abavia, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παμφίλῃ» 3, Πολυδ. Γʹ, 18· πρβλ. ἐπίπαππος.

Greek Monolingual

ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM)
η μητέρα της γιαγιάς
αρχ.
η μητέρα της προγιαγιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»].