ἐπιχαιρέκακος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχαιρέκᾰκος''': -ον, ὁ χαίρων ἐπὶ τοῖς τῶν ἄλλων κακοῖς, Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀδήλ. 8, Ἄλεξις ἐν «Διαπλεούσαις» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 15, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐπιχαιρεκάκως Νικ. Δαβ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Μi. τ. 38, σ. 813. | |lstext='''ἐπιχαιρέκᾰκος''': -ον, ὁ χαίρων ἐπὶ τοῖς τῶν ἄλλων κακοῖς, Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀδήλ. 8, Ἄλεξις ἐν «Διαπλεούσαις» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 15, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐπιχαιρεκάκως Νικ. Δαβ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Μi. τ. 38, σ. 813. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιχαιρέκακος]], -ον)<br />αυτός που χαίρεται για τις συμφορές τών άλλων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A rejoicing over one's neighbour's misfortune, Anaxandr.59, Alex.51, Arist.EN1108b5, Ph.2.269, Gal.4.817.
German (Pape)
[Seite 1002] der sich über Anderer Unglück freut, schadenfroh, Comic. bei Ath. XV, 688 b, vgl. Mein. III, 199; Arist. Eth. 2, 7; Mel. 82 (V, 173); Poll. 3, 101 tadelt das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχαιρέκᾰκος: -ον, ὁ χαίρων ἐπὶ τοῖς τῶν ἄλλων κακοῖς, Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀδήλ. 8, Ἄλεξις ἐν «Διαπλεούσαις» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 15, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐπιχαιρεκάκως Νικ. Δαβ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Μi. τ. 38, σ. 813.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιχαιρέκακος, -ον)
αυτός που χαίρεται για τις συμφορές τών άλλων.