Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(1) |
(No difference)
|
(Α ἀδικοπραγῶ, -έω)
διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο- + -πραγία < θ. πέπραγ-, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα.