ἀδικοπράγημα
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
English (LSJ)
τό, wrong action, Stoic. ap. Stob.2.7.11e, Phld. Piet.19G.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mala acción Chrysipp.Stoic.3.136, Phld.Piet.p.123S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῐκοπράγημα: τό, ἄδικος πρᾶξις, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194.
German (Pape)
τό, die ungerechte Tat, Stob.