αδικοπραγώ
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(Α ἀδικοπραγῶ, -έω)
διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πραγία < θ. πέπραγ-, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα.