άζυμος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(1)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζυμος, -ον)
(για άρτο κυρίως) ο παρασκευασμένος χωρίς ζύμωση ή προζύμι
νεοελλ.
αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, φτωχός
αρχ.-μσν.
(ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ἄζυμα
α) άζυμος άρτος
β) η εορτή τών αζύμων (βλ. Πάσχα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ζύμη.
ΠΑΡ. μσν. ἀζυμίτης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀζυμοφάγος
νεοελλ.
αζυμοσφραγίδα].