ἐχιδνοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχιδνοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων κεφαλὴν ἐχίδνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.
|lstext='''ἐχιδνοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων κεφαλὴν ἐχίδνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] οχιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχυ</i>-[[κέφαλος]], <i>δολιχο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνοκέφᾰλος Medium diacritics: ἐχιδνοκέφαλος Low diacritics: εχιδνοκέφαλος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: echidnoképhalos Transliteration B: echidnokephalos Transliteration C: echidnokefalos Beta Code: e)xidnoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A snakeheaded, Sch.E.Ph.1136.

German (Pape)

[Seite 1126] natterköpfig, Schol. Eur. Phoen. 1136.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν ἐχίδνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.

Greek Monolingual

ἐχιδνοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κεφάλι οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ-κέφαλος, δολιχο-κέφαλος.