εὐέκφορος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐέκφορος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.
|lstext='''εὐέκφορος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐέκφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει εύκολο τοκετό<br /><b>2.</b> [[εύκολος]] στην [[προφορά]], στην [[απαγγελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>έκ</i>-<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[φέρω]])].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέκφορος Medium diacritics: εὐέκφορος Low diacritics: ευέκφορος Capitals: ΕΥΕΚΦΟΡΟΣ
Transliteration A: euékphoros Transliteration B: euekphoros Transliteration C: evekforos Beta Code: eu)e/kforos

English (LSJ)

ον,

   A bringing forth timely births, γυναῖκες Arist.HA584b7.    II easy to pronounce, Phld.Po.1676.8:—hence εὐεκ-φορία, ἡ, ibid.

German (Pape)

[Seite 1064] (die Leibesfrucht) leicht austragend, Arist. H. A. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκφορος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.

Greek Monolingual

εὐέκφορος, -ον (Α)
1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό
2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ-φορος (< εκ-φέρω)].