εὐφέγγεια: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐφέγγεια''': ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἑπομ., [[φωταύγεια]], Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 116. 9. | |lstext='''εὐφέγγεια''': ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἑπομ., [[φωταύγεια]], Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 116. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐφέγγεια]], ἡ (Α) [[ευφευγής]]<br />[[φωταύγεια]], [[φωτεινότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A brilliancy, Iamb.Protr.21.ισ'. -ής, ές, bright, brilliant, ἡμέρα . . εὐ. ἰδεῖν A.Pers.387, cf. B.18.26; Ἄρκτος A.R.3.1195; σελάνα B.8.29, cf. Plu.2.161e; πεύκη, of a torch, AP7.407.5 (Diosc.); τὸ εὐ. Luc.Hipp.8. 2 shiny, τοῖχοι Suid.s.v.δύο τοίχους.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφέγγεια: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἑπομ., φωταύγεια, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 116. 9.
Greek Monolingual
εὐφέγγεια, ἡ (Α) ευφευγής
φωταύγεια, φωτεινότητα.