εὔκροτος: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκροτος''': -ον, [[καλῶς]] ἠχῶν, Ἀλκίφρων 3. 43: - Ἐπίρρ. -τως, Σώπατρος ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 14. | |lstext='''εὔκροτος''': -ον, [[καλῶς]] ἠχῶν, Ἀλκίφρων 3. 43: - Ἐπίρρ. -τως, Σώπατρος ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔκροτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκρότως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με εύηχο, με ηχηρό τρόπο<br /><b>2.</b> με καλά συγκροτημένο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A well-sounding, ἀνάπαιστα Alciphr.3.43. Adv. -τως Sopat. in Rh.8.14 W. II Adv. -τως, = εὐκροτήτως, applied to the elements in the body, Meno Iatr.19.27.
German (Pape)
[Seite 1076] wohltönend, ἀνάπαιστα Alciphr. 3, 43; κτύπος, laut schallend, Poll. 9, 127.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκροτος: -ον, καλῶς ἠχῶν, Ἀλκίφρων 3. 43: - Ἐπίρρ. -τως, Σώπατρος ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 14.
Greek Monolingual
εὔκροτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά.
επίρρ...
εὐκρότως (Α)
1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο
2. με καλά συγκροτημένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος.