αιμορροΐδα: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
(1) |
(No difference)
|
και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία
στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες)
φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους).
ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός].