Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμορροΐδα: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(1)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία
στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες)
φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους).
ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός].