ἡδύκωμος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(6_15) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδύκωμος''': ὁ, ἡδὺς [[κῶμος]], Ἀθην. 618C, [[Πολυδ]]. Δ΄, 100. | |lstext='''ἡδύκωμος''': ὁ, ἡδὺς [[κῶμος]], Ἀθην. 618C, [[Πολυδ]]. Δ΄, 100. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδύκωμος]], ὁ (Α)·1. [[ονομασία]] ενός είδους αυλήσεως<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]], ο «[[παρέα]] που διατελεί εν [[ευθυμία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, name of a kind of αὔλησις, Trypho ap. Ath.14.618c; of a dance, Poll.4.100.
German (Pape)
[Seite 1153] ein Tanz, den κῶμος verschönend, Ath. XIV, 618 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύκωμος: ὁ, ἡδὺς κῶμος, Ἀθην. 618C, Πολυδ. Δ΄, 100.
Greek Monolingual
ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»].