θεμιτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
(6_18)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμῐτουργός''': -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.
|lstext='''θεμῐτουργός''': -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεμιτουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το [[δίκαιο]], [[επιτηρητής]] της τηρήσεως του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελισσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>υπ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτουργός: -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.

Greek Monolingual

θεμιτουργός, -όν (Μ)
αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής της τηρήσεως του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ-ουργός, υπ-ουργός].