εὐκόρυφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκόρῠφος''': -ον, ἔχων καλὴν κορυφήν, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1.992: μεταφ., ἐπὶ ὕφους λόγου, ἡ [[καλῶς]] καὶ γλαφυρῶς τελευτῶσα [[περίοδος]], ὡς τὸ [[εὐκατάστροφος]] Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40 καὶ 43. | |lstext='''εὐκόρῠφος''': -ον, ἔχων καλὴν κορυφήν, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1.992: μεταφ., ἐπὶ ὕφους λόγου, ἡ [[καλῶς]] καὶ γλαφυρῶς τελευτῶσα [[περίοδος]], ὡς τὸ [[εὐκατάστροφος]] Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40 καὶ 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκόρυφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για ύφος λόγου) [[περίοδος]] που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κορυφή)
A with handsome head, Herm. ap. Stob.1.49.45: metaph., of sentences, well wound up, ending well, D.H.Dem. 40,43.
German (Pape)
[Seite 1075] mit schönem Haupte, Hermes Stob. ecl. eth. p. 992; – wohl abgerundet, Perioden, D. Hal. de vi Dem. 43.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόρῠφος: -ον, ἔχων καλὴν κορυφήν, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1.992: μεταφ., ἐπὶ ὕφους λόγου, ἡ καλῶς καὶ γλαφυρῶς τελευτῶσα περίοδος, ὡς τὸ εὐκατάστροφος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40 καὶ 43.
Greek Monolingual
εὐκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι
2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.).