ηχομετρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. (τεχν.) η τεχνική της μέτρησης του ήχου
2. φυσ. η συγκριτική μελέτη της διάρκειας, της έντασης και του ύψους τών ήχων με τη βοήθεια ηχομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrie < sono- < son «ήχος» + -metrie (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].