ηλεκτροκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο-κίνητος, χειρο-κίνητος].