ἡλοειδής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἥλῳ. [[Πολυδ]].
|lstext='''ἡλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἥλῳ. [[Πολυδ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡλοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1163] ές, nagelartig, nagelförmig, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοειδής: -ές, ὅμοιος ἥλῳ. Πολυδ.

Greek Monolingual

ἡλοειδής, -ές (Α)
όμοιος με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, σφαιρο-ειδής].