θεοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(c1)
 
(16)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1195.png Seite 1195]] mit Gott u. seinem Worte Handel treibend, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1195.png Seite 1195]] mit Gott u. seinem Worte Handel treibend, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''θεοκάπηλος''': -ον, καπηλεύων, ἐμπορευόμενος τὰ θεῖα, τὰ [[ἱερά]], «θεοκάπηλοι [[εἶναι]] καὶ οἱ αἱρετικοί, οἱ παραμιγνύοντες τὰς ἑαυτῶν διδασκαλίας τοῖς ὀρθόφροσι δόγμασιν, ὡς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] τῷ ὕδατι Ἰσίδ. 452Β, C, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η -ο (AM [[θεοκάπηλος]], -ον)<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα του θεού ή τα [[θεία]], αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1195] mit Gott u. seinem Worte Handel treibend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοκάπηλος: -ον, καπηλεύων, ἐμπορευόμενος τὰ θεῖα, τὰ ἱερά, «θεοκάπηλοι εἶναι καὶ οἱ αἱρετικοί, οἱ παραμιγνύοντες τὰς ἑαυτῶν διδασκαλίας τοῖς ὀρθόφροσι δόγμασιν, ὡς οἱ κάπηλοι τὸν οἶνον τῷ ὕδατι Ἰσίδ. 452Β, C, κλ.

Greek Monolingual

-η -ο (AM θεοκάπηλος, -ον)
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα του θεού ή τα θεία, αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + κάπηλος.