ἐπίστενος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίστενος''': -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ. | |lstext='''ἐπίστενος''': -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A contracted, Arist.HA514b23 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 984] etwas eng, Arist. H. A. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστενος: -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.
Greek Monolingual
ἐπίστενος, -ον (Α) στενός
αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).