ἰδιωματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(c1)
 
(17)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1237.png Seite 1237]] eigenthümlich, neben [[οἰκεῖος]] Clem. Al. protrept. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1237.png Seite 1237]] eigenthümlich, neben [[οἰκεῖος]] Clem. Al. protrept. 10.
}}
{{ls
|lstext='''ἰδιωματικός''': -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰδιωματικός]], -ή, -όν) [[ιδίωμα]]<br />αυτός που έχει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο γλωσσικό [[ιδίωμα]], ο [[διαλεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιδιωματική</i><br />το [[σύνολο]] τών λεκτικών ιδιωμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιωματικώς</i> και -<i>ά</i><br />με ιδιωματικό τρόπο, διαλεκτικά.
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1237] eigenthümlich, neben οἰκεῖος Clem. Al. protrept. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωματικός: -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰδιωματικός, -ή, -όν) ιδίωμα
αυτός που έχει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα, ο διαλεκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η ιδιωματική
το σύνολο τών λεκτικών ιδιωμάτων.
επίρρ...
ιδιωματικώς και -ά
με ιδιωματικό τρόπο, διαλεκτικά.