καλωβατώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(18)
(No difference)

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

καλωβατῶ, -έω (Α)
βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αερο-βατώ, ουρανο-βατώ].