ἡλιαυγής: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλιαυγής''': -ές, (αὐγὴ) λάμπων ὡς ὁ [[ἥλιος]], χρυσὸς Ἐτυμ. Μ. 425. 24. | |lstext='''ἡλιαυγής''': -ές, (αὐγὴ) λάμπων ὡς ὁ [[ἥλιος]], χρυσὸς Ἐτυμ. Μ. 425. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡλιαυγής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει όπως ο [[ήλιος]] («[[χρυσίον]] ἡλιαυγές», Ε.Μ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]] ή αμάρτυρο [[αύγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-<i>αυγής</i>, <i>τηλ</i>-<i>αυγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (αὐγή)
A gleaming like the sun, EM425.24.
German (Pape)
[Seite 1160] ές, wie die Sonne glänzend, χρυσίον, E. M. 425, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ὡς ὁ ἥλιος, χρυσὸς Ἐτυμ. Μ. 425. 24.
Greek Monolingual
ἡλιαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος), πρβλ. δι-αυγής, τηλ-αυγής].