γνωμάτευμα: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(6_21)
(8)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνωμάτευμα''': τό, [[κρίσις]], [[ἀπόφθεγμα]], γνωμικόν, Εὐστ. Πονημ. 98. 16.
|lstext='''γνωμάτευμα''': τό, [[κρίσις]], [[ἀπόφθεγμα]], γνωμικόν, Εὐστ. Πονημ. 98. 16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[máxima]], [[sentencia]] Eust.202.11, cf. <i>Op</i>.319.30.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[γνωμάτευμα]]) [[γνωματεύω]]<br />γνωμικό, [[απόφθεγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Erkenntniß, Urtheil, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμάτευμα: τό, κρίσις, ἀπόφθεγμα, γνωμικόν, Εὐστ. Πονημ. 98. 16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
máxima, sentencia Eust.202.11, cf. Op.319.30.

Greek Monolingual

το (Μ γνωμάτευμα) γνωματεύω
γνωμικό, απόφθεγμα.