θλάσπις: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_8) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θλάσπις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ([[θλάω]]) [[εἶδος]] βοτάνης, ἧς ὁ [[καρπὸς]] ἐτρίβετο καὶ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ [[σίναπι]], Ἰππ. 628 ἐν τέλ., 529, κτλ.· ― [[θλάσπι]], τό, Διοσκ. 2. 186. | |lstext='''θλάσπις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ([[θλάω]]) [[εἶδος]] βοτάνης, ἧς ὁ [[καρπὸς]] ἐτρίβετο καὶ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ [[σίναπι]], Ἰππ. 628 ἐν τέλ., 529, κτλ.· ― [[θλάσπι]], τό, Διοσκ. 2. 186. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θλάσπις]], -ιδος ἡ (Α)<br />[[είδος]] βοτάνου που ο [[καρπός]] του χρησίμευε στην ιατρική, [[καψάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>θλω</i> από τον Διοσκουρίδη [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, (θλάω)
A shepherd's purse, Capsella bursapastoris, Hp.Mul.1.78, al.:—also θλάσπι, τό, Dsc.2.156, Plin.HN 27.140:—Dim. θλασπίδιον, τό, Ps.-Dsc.2.156.
German (Pape)
[Seite 1212] εως, ion. ιος, ἡ, auch θλάσπι, τό, Diosc., ein Kraut, eine Art Kresse, deren Same gequetscht (also von θλάω) u. wie Senf gebraucht wurde, Hippocr. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
θλάσπις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, (θλάω) εἶδος βοτάνης, ἧς ὁ καρπὸς ἐτρίβετο καὶ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ σίναπι, Ἰππ. 628 ἐν τέλ., 529, κτλ.· ― θλάσπι, τό, Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
θλάσπις, -ιδος ἡ (Α)
είδος βοτάνου που ο καρπός του χρησίμευε στην ιατρική, καψάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το θλω από τον Διοσκουρίδη είναι μάλλον παρετυμολογική].