δεξιοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[no invertido]] εἰκόνες Plu.2.930b.<br /><b class="num">2</b> [[que no produce imágenes invertidas]] κάτοπτρα Phlp.<i>in Mete</i>.28.17, ἔνοπτρα Olymp.<i>in Mete</i>.264.18.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[no invertido]] εἰκόνες Plu.2.930b.<br /><b class="num">2</b> [[que no produce imágenes invertidas]] κάτοπτρα Phlp.<i>in Mete</i>.28.17, ἔνοπτρα Olymp.<i>in Mete</i>.264.18.
}}
{{grml
|mltxt=[[δεξιοφανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για εικόνες σε καθρέφτη) αυτός που δεν παρουσιάζεται [[ανεστραμμένος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παράγει [[εικόνα]] ανεστραμμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιοφᾰνής Medium diacritics: δεξιοφανής Low diacritics: δεξιοφανής Capitals: ΔΕΞΙΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: dexiophanḗs Transliteration B: dexiophanēs Transliteration C: deksiofanis Beta Code: deciofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A not reversed (of images in a mirror), Plu.2.930b; not producing a reversed image, κάτοπτρα Phlp.in Mete.28.17.

German (Pape)

[Seite 547] ές, zur Rechten erscheinend, Plut. fac. orb. lun. 17.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἐν δεξιᾷ, Πλούτ. 2. 930Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se montre à droite.
Étymologie: δεξιός, φαίνω.

Spanish (DGE)

-ές
1 no invertido εἰκόνες Plu.2.930b.
2 que no produce imágenes invertidas κάτοπτρα Phlp.in Mete.28.17, ἔνοπτρα Olymp.in Mete.264.18.

Greek Monolingual

δεξιοφανής, -ές (Α)
1. (για εικόνες σε καθρέφτη) αυτός που δεν παρουσιάζεται ανεστραμμένος
2. όποιος δεν παράγει εικόνα ανεστραμμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].