εὐφαντασίωτος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_17)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφαντᾰσίωτος''': -ον, ὁ διὰ τῆς [[ἑαυτοῦ]] φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.
|lstext='''εὐφαντᾰσίωτος''': -ον, ὁ διὰ τῆς [[ἑαυτοῦ]] φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐφαντασίωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[προικισμένος]] με ζωηρή [[φαντασία]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[φαντασιόπληκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φαντασιώ]] «[[φαντάζομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφαντᾰσίωτος Medium diacritics: εὐφαντασίωτος Low diacritics: ευφαντασίωτος Capitals: ΕΥΦΑΝΤΑΣΙΩΤΟΣ
Transliteration A: euphantasíōtos Transliteration B: euphantasiōtos Transliteration C: effantasiotos Beta Code: eu)fantasi/wtos

English (LSJ)

ον,

   A gifted with a vivid imagination, Vett.Val.47.1, Quint.6.2.30; πρᾶξις Cat.Cod.Astr.8(4).209; also in bad sense, fantastic, fanciful, Vett.Val.150.12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφαντᾰσίωτος: -ον, ὁ διὰ τῆς ἑαυτοῦ φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐφαντασίωτος, -ον)
1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία
2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»].