διομαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hacer uniforme]] τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
|dgtxt=[[hacer uniforme]] τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
}}
{{grml
|mltxt=[[διομαλύνω]] (Α) [[ομαλύνω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, [[ισοπεδώνω]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομᾰλύνω Medium diacritics: διομαλύνω Low diacritics: διομαλύνω Capitals: ΔΙΟΜΑΛΥΝΩ
Transliteration A: diomalýnō Transliteration B: diomalynō Transliteration C: diomalyno Beta Code: diomalu/nw

English (LSJ)

   A distribute evenly, Plu.2.130d.

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.

French (Bailly abrégé)

égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.

Spanish (DGE)

hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.

Greek Monolingual

διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.