καταπλαγία: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_2)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπλαγία''': [[κατάπληξις]], τὸ καταπλαγῆναι, Πολυδεύκ. Γ΄, 137.
|lstext='''καταπλαγία''': [[κατάπληξις]], τὸ καταπλαγῆναι, Πολυδεύκ. Γ΄, 137.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπλαγία]], ἡ (Α) [[καταπλαγής]]<br /><b>1.</b> [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]] [[φόβος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1370] ἡ, Furchtsamkeit, Poll. 3, 137.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαγία: κατάπληξις, τὸ καταπλαγῆναι, Πολυδεύκ. Γ΄, 137.

Greek Monolingual

καταπλαγία, ἡ (Α) καταπλαγής
1. κατάπληξη
2. υπερβολικός φόβος.