καταπλαγής
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
καταπλαγές, panic-struck, scared, κ. γενέσθαι τὴν ἔφοδον Plb. 1.7.6; κ. μή… Id.2.69.6.
German (Pape)
[Seite 1370] ές, erschrocken, furchtsam; καταπλαγεῖς γενόμενοι τὴν τοῦ Πύῤῥου ἔφοδον, = καταπλαγέντες, Pol. 1, 7, 6. Auch καταπληγής.
Russian (Dvoretsky)
καταπλαγής: перепуганный, охваченный страхом: κ. γενόμενός τι Polyb. испуганный чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλᾰγής: -ές, καταπεπληγμένος, πεφοβημένος, περιδεής, καταπλαγεῖς γενόμενοι τὴν ἔφοδον αὐτοῦ, καταπλαγέντες, Πολύβ. 1. 7, 6.
Greek Monolingual
καταπλαγής, -ές (Α)
αυτός που έχει ή που έπαθε κατάπληξη, κατάπληκτος, περιδεής, κατατρομαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλαγής (< πλήσσω, πρβλ. αόρ. β' ἐ-πλάγ-ην), πρβλ. εκπλαγής].