καταπλαγία
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, Furchtsamkeit, Poll. 3, 137.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλαγία: κατάπληξις, τὸ καταπλαγῆναι, Πολυδεύκ. Γ΄, 137.
Greek Monolingual
καταπλαγία, ἡ (Α) καταπλαγής
1. κατάπληξη
2. υπερβολικός φόβος.