ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(19) |
(No difference)
|
καρρόθεν (Α)
επίρρ. από κάτι καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός του καλῶς) + κατάλ. -θεν (πρβλ. θεμελιό-θεν, ουρανό-θεν)].