κας: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
κάς, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ δέρμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. κασάς].———————— (II)
κάς (Α)
διαλεκτ. τ. (κυπρ., αρκαδ.) αντί του καί.———————— (III)
κἀς (Α)
κράση τών λ. καὶ εἰς ή καὶ ἐς («κἀς τὴν πόλιν ἐλθών», Αριστοφ.).