κατάγιαλα: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

επίρρ. πολύ κοντά στη θάλασσα, στον γιαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γιαλός + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. άψογ-α, λαίμαργ-α].