καταπνοή: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_9) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπνοή''': ἡ, [[φύσημα]], ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162. | |lstext='''καταπνοή''': ἡ, [[φύσημα]], ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπνοή]], ἡ (Α) [[καταπνέω]]<br />το [[φύσημα]] («ἀνέμων καταπνοά», <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.
Greek Monolingual
καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).