δερματόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(big3_10)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de alas de piel]], [[membranosas]]del murciélago, Ar.Byz.<i>Epit</i>.120.7, Elias <i>in Cat</i>.211.3.
|dgtxt=-ον<br />[[de alas de piel]], [[membranosas]]del murciélago, Ar.Byz.<i>Epit</i>.120.7, Elias <i>in Cat</i>.211.3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Δερματόπτερα</i><br />Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτόπτερος Medium diacritics: δερματόπτερος Low diacritics: δερματόπτερος Capitals: ΔΕΡΜΑΤΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: dermatópteros Transliteration B: dermatopteros Transliteration C: dermatopteros Beta Code: dermato/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with wings of skin, of the bat, Ar.Byz.Epit.120.7.

Spanish (DGE)

-ον
de alas de piel, membranosasdel murciélago, Ar.Byz.Epit.120.7, Elias in Cat.211.3.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα
Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων.