κεδρώνας: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(20)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
δάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ώνας (< αρχ. κατάλ. -ών), πρβλ. αμπελ-ώνας, ελαι-ώνας].