κατιλλαίνω: Difference between revisions
(6_1) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατιλλαίνω''': [[βλέπω]] λοξῶς, «στραβοκυττάζω», Ἡσύχ., πρβλ. [[κατιλλώπτω]]·- ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48, κατιλλαίνοντες ὡραῖοι, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ κατιλλαντιωρίαν. ΙΙ. ἐπὶ ἤχων, εἶμαι [[ἀσταθής]], [[ὑποτρέμω]], [[ἐκλείπω]], Λατ. titubare, Ἱππ. 1083Η· ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφῶν: κατειλοῦσαι, κατίλλουσαι, αἵτινες (ἂν γίνωσι δεκταὶ) [[δέον]] νὰ ληφθῶσιν ἐπὶ παθ. σημασ., ἀποκεκλεισμέναι, ἠμποδισμέναι· ὁ Γαλην., Γλωσσ. σ. 496, φαίνεται ὅτι ἀνέγνωσε, κατιλλόμεναι. | |lstext='''κατιλλαίνω''': [[βλέπω]] λοξῶς, «στραβοκυττάζω», Ἡσύχ., πρβλ. [[κατιλλώπτω]]·- ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48, κατιλλαίνοντες ὡραῖοι, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ κατιλλαντιωρίαν. ΙΙ. ἐπὶ ἤχων, εἶμαι [[ἀσταθής]], [[ὑποτρέμω]], [[ἐκλείπω]], Λατ. titubare, Ἱππ. 1083Η· ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφῶν: κατειλοῦσαι, κατίλλουσαι, αἵτινες (ἂν γίνωσι δεκταὶ) [[δέον]] νὰ ληφθῶσιν ἐπὶ παθ. σημασ., ἀποκεκλεισμέναι, ἠμποδισμέναι· ὁ Γαλην., Γλωσσ. σ. 496, φαίνεται ὅτι ἀνέγνωσε, κατιλλόμεναι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατιλλαίνω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] κάποιον [[λοξά]], [[λοξοκοιτάζω]], [[στραβοκοιτάζω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κατιλλάνθη<br />κατεμυκτηρίσθη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰλλαίνω]] «[[λοξοκοιτάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A look askance at, Hsch. (Pass.):—Act. is prob. in Arist.Phgn.813a21.
German (Pape)
[Seite 1402] höhnisch von der Seite ansehen, anblinzeln, VLL,; Hesych. erkl. κατιλλάνθη, κατεμυκτήρισεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατιλλαίνω: βλέπω λοξῶς, «στραβοκυττάζω», Ἡσύχ., πρβλ. κατιλλώπτω·- ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48, κατιλλαίνοντες ὡραῖοι, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ κατιλλαντιωρίαν. ΙΙ. ἐπὶ ἤχων, εἶμαι ἀσταθής, ὑποτρέμω, ἐκλείπω, Λατ. titubare, Ἱππ. 1083Η· ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῶν: κατειλοῦσαι, κατίλλουσαι, αἵτινες (ἂν γίνωσι δεκταὶ) δέον νὰ ληφθῶσιν ἐπὶ παθ. σημασ., ἀποκεκλεισμέναι, ἠμποδισμέναι· ὁ Γαλην., Γλωσσ. σ. 496, φαίνεται ὅτι ἀνέγνωσε, κατιλλόμεναι.
Greek Monolingual
κατιλλαίνω (Μ)
1. βλέπω κάποιον λοξά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «κατιλλάνθη
κατεμυκτηρίσθη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»].