κλεψιποτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(20)
(No difference)

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

κλεψιποτῶ, -έω (Α)
εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -ποτῶ (< -ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο-ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].