κρικόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση της άγκυρας για το δέσιμο του σολόγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρό-δεσμος, αλυσό-δεσμος].