πόντιση

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek Monolingual

η, Ν ποντίζω
1. βύθιση στη θάλασσα
2. ρίψη της άγκυρας στη θάλασσα για αγκυροβολία.