κοιλοφθαλμία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλοφθαλμία''': ἡ, τὸ ἔχειν κοίλους, βαθουλοὺς ὀφθαλμούς, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 23. | |lstext='''κοιλοφθαλμία''': ἡ, τὸ ἔχειν κοίλους, βαθουλοὺς ὀφθαλμούς, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλοφθαλμία]], ἡ (Α) [[κοιλόφθαλμος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] κοίλα, βαθουλωτά μάτια. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sunkenness of eyes, Phryn.Com.77.
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, das Hohläugigsein; Poll. 4, 185; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλοφθαλμία: ἡ, τὸ ἔχειν κοίλους, βαθουλοὺς ὀφθαλμούς, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 23.
Greek Monolingual
κοιλοφθαλμία, ἡ (Α) κοιλόφθαλμος
το να έχει κάποιος κοίλα, βαθουλωτά μάτια.