κοχλογέννητος: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 06:40, 29 September 2017
Greek Monolingual
κοχλογέννητος, -ον (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο-γέννητος, πορφυρο-γέννητος].