κριοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑοφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων κριούς, «[[θεός]] τις, ᾧ κριοὶ θύονται» Ἡσύχ.
|lstext='''κρῑοφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων κριούς, «[[θεός]] τις, ᾧ κριοὶ θύονται» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κριοφάγος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[προσωνυμία]] θεότητας [[προς]] τιμήν της οποίας θυσιάζονταν κριάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>φάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[ἐσθίω]])].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑοφάγος Medium diacritics: κριοφάγος Low diacritics: κριοφάγος Capitals: ΚΡΙΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kriophágos Transliteration B: kriophagos Transliteration C: kriofagos Beta Code: kriofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A devouring rams, epith. of a divinity, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1510] Widder essend, ein Gott, dem Widder geopfert werden, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κριούς, «θεός τις, ᾧ κριοὶ θύονται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κριοφάγος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία θεότητας προς τιμήν της οποίας θυσιάζονταν κριάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -φάγος (< θ. φαγ- (πρβλ. -φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω)].