Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(21) |
(No difference)
|
-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρεο) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακό-χρους, ροδό-χρους].