κρεατόχρους

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρεο) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακόχρους, ροδόχρους].