ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -οαυτός που έχει το χρώμα του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρεο) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακόχρους, ροδόχρους].