κορυμβώδης: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορυμβώδης''': -ες, = [[κορυμβοειδής]], Διοσκ. 3. 29.
|lstext='''κορυμβώδης''': -ες, = [[κορυμβοειδής]], Διοσκ. 3. 29.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κορυμβώδης]], -ῶδες) [[κόρυμβος]]<br />(για [[άνθος]]) διατεταγμένος [[κατά]] κορύμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που έχει κορυμβώδη [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν [[διάταξη]] κορύμβου.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβώδης Medium diacritics: κορυμβώδης Low diacritics: κορυμβώδης Capitals: ΚΟΡΥΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: korymbṓdēs Transliteration B: korymbōdēs Transliteration C: korymvodis Beta Code: korumbw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβώδης: -ες, = κορυμβοειδής, Διοσκ. 3. 29.

Greek Monolingual

-ες (Α κορυμβώδης, -ῶδες) κόρυμβος
(για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους
νεοελλ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη
2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου.