κορυμβοειδής
English (LSJ)
ές, clustered, Dsc.3.24.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβοειδής: -ές, βοτρυοειδής, Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
κορυμβοειδής, -ές (Α) κόρυμβος
κορυμβώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + -ειδής (< είδος)].
German (Pape)
ές, = κορυμβώδης, Diosc.