κορυμβοειδής

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβοειδής Medium diacritics: κορυμβοειδής Low diacritics: κορυμβοειδής Capitals: ΚΟΡΥΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: korymboeidḗs Transliteration B: korymboeidēs Transliteration C: korymvoeidis Beta Code: korumboeidh/s

English (LSJ)

ές, clustered, Dsc.3.24.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβοειδής: -ές, βοτρυοειδής, Διοσκ. 3. 124.

Greek Monolingual

κορυμβοειδής, -ές (Α) κόρυμβος
κορυμβώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + -ειδής (< είδος)].

German (Pape)

ές, = κορυμβώδης, Diosc.