κογχυλιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κογχυλιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς δίθυρον ὀστρακόδερμον, κ. λίθοι, ὄστρακα ἀπολελιθωμένα, Ξάνθ. 3, πρβλ. Στράβ. 49 καὶ 50.
|lstext='''κογχυλιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς δίθυρον ὀστρακόδερμον, κ. λίθοι, ὄστρακα ἀπολελιθωμένα, Ξάνθ. 3, πρβλ. Στράβ. 49 καὶ 50.
}}
{{grml
|mltxt=[[κογχυλιώδης]], -ῶδες (Α) [[κογχύλιον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κοχύλι]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλιώδης Medium diacritics: κογχυλιώδης Low diacritics: κογχυλιώδης Capitals: ΚΟΓΧΥΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: konchyliṓdēs Transliteration B: konchyliōdēs Transliteration C: kogchyliodis Beta Code: kogxuliw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a mollusc shell, κ. λίθοι fossil shells, Xanth.3; βόθρος Str.1.3.4.

German (Pape)

[Seite 1465] ες, konchylienartig, βόθροι, λίθοι, Strab. I, 49. 50.

Greek (Liddell-Scott)

κογχυλιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς δίθυρον ὀστρακόδερμον, κ. λίθοι, ὄστρακα ἀπολελιθωμένα, Ξάνθ. 3, πρβλ. Στράβ. 49 καὶ 50.

Greek Monolingual

κογχυλιώδης, -ῶδες (Α) κογχύλιον
αυτός που μοιάζει με κοχύλι.