ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(21) |
(No difference)
|
η (AM κολυμβάς, -άδος)
(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη
αρχ.
1. το πτηνό κολυμβίς
2. είδος θάμνου, στοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομ-άς, καρκιν-άς)].