κηπευτός: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(6_11) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηπευτός''': -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52. | |lstext='''κηπευτός''': -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κηπευτός]], -ή, -όν) [[κηπευω]]<br />(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, [[ήμερος]] («κηπευτὸν [[σκόρδον]]», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
κηπευτός: -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κηπευτός, -ή, -όν) κηπευω
(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.).